- ὀφθαλμοβόρος
- ὀφθαλμο-βόρος, ον,A picking out eyes, of the heron, Arist.HA617a9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οφθαλμοβόρος — ὀφθαλμοβόρος, ον (Α) (για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
ὀφθαλμοβόρος — picking out eyes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek